Η ενδομητρίωση είναι μια ορμονοεξαρτώμενη (από τα φυσικά οιστρογόνα της γυναίκας) καλοήθης κοινή πάθηση.
Πρόκειται για μια «παρεξηγημένη» πάθηση, της οποίας γενικά τα συμπτώματα και η συχνότητα υποτιμούνται.
Ο μέσος χρόνος ανάμεσα στην εμφάνιση των συμπτωμάτων και την πρώτη επίσκεψη στο γυναικολόγο είναι 4 χρόνια, με ακόμα 4 χρόνια αναμονής μέχρι την τελική διάγνωση.
Υπολογίζεται ότι γύρω στο 10 με 20% των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία πάσχουν από ενδομητρίωση. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι όλες οι γυναίκες αυτές έχουν και συμπτώματα.
Συμπτώματα
Αυτά είναι κυρίως οι πυελικοί πόνοι, η δυσμηνόρροια (αυξημένοι πόνοι κατά την περίοδο), η δυσπαρευνία (πόνοι κατά τη σεξουαλική επαφή), η δυσχεσία (πόνοι κατά την αφόδευση), η υπογονιμότητα και σε βαρύτερες περιπτώσεις η αιματουρία (αίμα στα ούρα), αίμα στα κόπρανα και πιο σπάνια η αιμόπτυση, ο πνευμοθώρακας κ.α.
Τα συμπτώμτα της ενδομητρίωσης είναι ετερογενή και δεν σχετίζονται απαραίτητα με την έκταση των βλαβών. Αυτό σημαίνει ότι γυναίκες με λίγες βλάβες μπορεί να έχουν έντονη συμπτωματολογία και αντίστροφα.
Από το σύνολο των γυναικών με ενδομητρίωση το 60% αυτών υποφέρει από πυελικούς πόνους, διαφόρων εντάσεων και συχνότητας, ενώ το 30%, παρουσιάζει μειωμένη γονιμότητα.
Ο πόνος μπορεί να κυμαίνεται από περιστασιακή και απρόβλεπτη ενόχληση που υποχωρεί με απλά παυσίπονα, μέχρι καθημερινό άλγος που επηρεάζει σοβαρά την ποιότητα ζωής της γυναίκας.
Διάγνωση και εξετάσεις
Αν και με ένα λεπτομερές και στοχευμένο ιστορικό, ο γυναικολόγος υποψιάζεται την ύπαρξη ενδομητρίωσης, η ανίχνευση με απεικονιστικές εξετάσεις, όπως το υπερηχογράφημα και η μαγνητική τομογραφία, είναι απαραίτητες για την επιβεβαίωση της διάγνωσης. Εφ’όσον και με αυτές τις εξετάσεις δεν μπορούμε να έχουμε σαφή διάγνωση, τότε προτείνεται η λαπαροσκόπηση, η οποία και θα λύσει οποιαδήποτε αμφιβολία, αφού αποτελεί και το “gold standard” για την τελική διάγνωση. Η λαπαροσκόπηση εκτός από τη διάγνωση δίνει τη δυνατότητα στον ίδιο χειρουργικό χρόνο να αφαιρέσουμε και τις εστίες ενδομητρίωσης που θα βρούμε.
Εάν υπάρχει υποψία ενδομητρίωσης στο έντερο, τότε ίσως χρειαστεί να γίνει ένας βαριούχος υποκλυσμός διπλής αντίθεσης (ακτινολογική εξέταση που αφορά το έντερο) ή ακόμα και μία κολονοσκόπηση.
Πως προκαλείται
Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες για την αιτιολογία της ενδομητρίωσης, με μια από τις επικρατέστερες, τη θεωρία της μετεμφύτευσης, αν και τα τελευταία χρόνια αμφισβητείται από άλλες πιο πολύπλοκες θεωρίες.
Σύμφωνα με αυτήν, κύτταρα της εσωτερικής κοιλότητας της μήτρας (ενδομήτριο), κατά τη διάρκεια της περιόδου, ρέουν αντίστροφα και μέσω των σαλπίγγων της μήτρας, εμφυτεύονται στην περιτοναϊκή κοιλότητα (εσωτερικό της κοιλιάς).
Αυτή η εμφύτευση προκαλεί μια φλεγμονώδη αντίδραση στο εσωτερικό της κοιλιάς, η οποία με τη σειρά της δημιουργεί πόνους και συμφύσεις, με συνέπεια την υπογονιμότητα σε βάθος χρόνου.
Τα όργανα που επηρεάζονται είναι η μήτρα, οι σάλπιγγες, οι ωοθήκες
(«σοκολατοειδείς» κύστες), το έντερο, η σκωληκοειδής απόφυση, η ουροδόχος κύστη, οι ουρητήρες, το διάφραγμα, κ.α.
Θεραπεία
Θεωρητικά στην ηλικία της εμμηνόπαυσης, τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης σταματούν αφού σταματά και η περίοδος της γυναίκας, λόγω της παύσης της παραγωγής των φυσικών οιστρογόνων της γυναίκας.
Κάποιες φορές όμως επειδή οι βλάβες μπορεί να είναι σημαντικές, οι πόνοι κυρίως, επιμένουν για περισσότερο διάστημα.
Σε γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία η θεραπεία, μπορεί να είναι συντηρητική, με φάρμακα, ή/και με χειρουργείο.
Η φαρμακευτική αντιμετώπιση είναι ορμονική, πχ τα αντισυλληπτικά ή κάποιο σκεύασμα που περιέχει προγεστερόνη. Συνήθως όμως δεν είναι αρκετή παρά μόνο στις ελαφριές περιπτώσεις.
H χειρουργική αντιμετώπιση πλέον γίνεται σχεδόν αποκλειστικά με τη λαπαροσκόπηση, αποφεύγοντας έτσι πολυήμερες νοσηλείες (1-2 ημέρες) και βελτιώνοντας πολύ την μετεγχειρητική ανάρρωση.
Σε ελαφριές περιπτώσεις η εξαίρεση ή ο καυτηριαμός των βλαβών τοπικά είναι αρκετός. Σε πιο βαριές περιπτώσεις όπου υπάρχει εμπλοκή του ουροποητικού συστήματος ή του εντέρου, πιο εκτεταμένα χειρουργεία είναι απαραίτητα όπως η αφαίρεση τμήματος εντέρου, της ουροδόχου κύστης ή του ουρητήρα. Σε αυτές τις ειδικές περιπτώσεις η συνεργασία ομάδας ιατρών γυναικολόγων, ουρολόγων και γενικών χειρουργών είναι απαραίτητη.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η θεραπεία εξατομικεύεται και προσαρμόζεται ανάλογα τα συμπτώματα, την ηλικία της ασθενούς, την επιθυμία τεκνοποίησης και την έκταση των βλαβών.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες των cookies αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και βοηθώντας την ομάδα μας να καταλάβει ποια τμήματα του ιστότοπου μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.
Απολύτως απαραίτητα cookies
Το αυστηρώς απαραίτητο cookie θα πρέπει να είναι ενεργοποιημένο ανά πάσα στιγμή, ώστε να μπορέσουμε να αποθηκεύσουμε τις προτιμήσεις σας για ρυθμίσεις cookie.
Εάν απενεργοποιήσετε αυτό το cookie, δεν θα μπορέσουμε να αποθηκεύσουμε τις προτιμήσεις σας. Αυτό σημαίνει ότι κάθε φορά που επισκέπτεστε αυτόν τον ιστότοπο θα χρειαστεί να ενεργοποιήσετε ή να απενεργοποιήσετε ξανά τα cookies.
3rd Party Cookies
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Google Analytics για τη συλλογή ανώνυμων πληροφοριών, όπως τον αριθμό επισκεπτών στον ιστότοπο και τις πιο δημοφιλείς σελίδες.
Η διατήρηση αυτού του cookie μας επιτρέπει να βελτιώσουμε τον ιστότοπό μας.
Παρακαλούμε ενεργοποιήστε πρώτα τα απολύτως απαραίτητα cookies ώστε να μπορέσουμε να αποθηκεύσουμε τις προτιμήσεις σας!